Πηγές εκ της Πατερικής Γραμματείας δια την Αποτείχισιν -- Παναγιώτης Τσάλλος Ιστορικός

Ποιά η κοινωνία μεταξύ φωτός και σκότους; (β΄ κορινθ. 6.14)
                                        ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το ζήτημα της αποτειχίσεως, όπως ορίζεται έως σήμερα η διακοπή του μνημοσύνου των αιρετικών επισκόπων  σε περίοδο αιρέσεως, παραμένει ένα από τα ζωτικότερης σημασίας  θέματα που απασχόλησαν ποτέ την Εκκλησία. Πρόκειται για τη πρώτη υγιή αντίδραση των Ορθοδόξων με απώτερο στόχο τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου και τη καταδίκη της αιρέσεως. Για την ακρίβεια, αποτελεί τη μόνη διαχρονικά ασφαλιστική δικλίδα, η οποία διαχωρίζει τους ακαινοτόμητους στη πίστη ορθοδόξους- από τους καινοτόμους αιρετικούς, ακόμα και όταν οι τελευταίοι είχαν την πολιτική εξουσία με το μέρος τους και κατείχαν την πλειάδα των επισκοπικών εδρών.

Ωστόσο, στόχος της παρούσας εργασίας δεν είναι ούτε η απολογία ούτε η επεξήγηση της ορθότητας της αποτειχίσεως - πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη ότι η διακοπή του μνημοσύνου των αιρετικών επισκόπων και πατριαρχών από τους μεγάλους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι ένα στοιχείο αδιαμφισβήτητο για τους Ορθοδόξους. Στόχος είναι η δημιουργία ενός εγχειριδίου (corpus) με συγκεντρωμένες όσο το δυνατόν περισσότερες ιστορικές πηγές από όσες διατίθενται για το ζήτημα, ούτως ώστε ο όποιος ερευνητής, θεολόγος, ιερέας ή οι εκάστοτε συγγραφείς, να μπορούν εύκολα να ανατρέχουν σε αυτό. Στα παραπάνω, «υποφώσκει» και η προσδοκία μιας πιο εύκολης και, γιατί όχι, συχνότερης συγγραφής αντί-αιρετικών και απολογητικών βιβλίων.

Επιπρόσθετα, παρατίθεται ο αποσπασματικός σχολιασμός πηγών ιδιαίτερης σημασίας για τη τρέχουσα εποχή. Ο σχολιασμός αυτών ακολουθεί την παράθεση  της πηγής με τρόπο που να καθιστά  μη δυσλειτουργική την ανάγνωσή της.

Αναφορικά με τη δομή της εργασίας, η ταξινόμηση των πηγών έχει την εξής σειρά: Πρώτα παρατίθενται οι πηγές χρονολογικά - ανά αιώνες – για να ακολουθήσει η ονομαστική, δηλαδή κατά αλφαβητική σειρά κατάταξή τους. Η συγκεκριμένη επιλογή δεν ήταν τυχαία, αλλά προέκυψε από μεθοδολογική ανάγκη προκειμένου να αναδειχτεί η «διαχρονικότητα» της στάσης των Αγίων Πατέρων στο ζήτημα της αποτειχίσεως. Τέλος, ας σημειωθεί ότι τα βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν είναι όλα Ορθόδοξα – πρόκειται για τις εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Πατρολογία Μigne, ΕΠΕ, εκδόσεις Αγίου Όρους κτλ., καθώς και το ότι συγγραφέας του εν λόγω εγχειριδίου αποτάσσεται των πνευματικών του δικαιωμάτων προτείνοντας την προς δόξαν Θεού ελεύθερη αναπαραγωγή του σε οποιαδήποτε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή.
                                                          

 18/11/09 (μνήμη Γαλακτίωνος και Επιστήμης μαρτύρων)


ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ-ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
·       Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω.
(Ψαλμός ΚΕ’, στιχ. 4-5)

·       Ἀλλοτρίω δὲ (σ.σ. ποιμένα) οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπὸ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνὴν.
(Ιωάν. ι’ , στιχ. 5)

·       Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἀρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; ἐγὼ μὲν γάρ, ἀπὼν τῷ σώματι παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτως τοῦτο κατεργασάμενον ν τ νόματι το κυρίου [μν] ησο, συναχθέντων μν κα το μο πνεύματος σν τ δυνάμει το κυρίου μν ησο, παραδοναι τν τοιοτον τ Σαταν ες λεθρον τς σαρκός, να τ πνεμα σωθ ν τ μέρ το κυρίου.
(Κορινθ. ε’, στιχ. 1-5)

(σ.σ. Η νουθεσία του Αγίου Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους αφορά και εμάς, τους αντιμετωπίζοντες την παναίρεση του Οικουμενισμού, και τούτο διότι κατά τους Αγίους Πατέρες η αίρεση αποτελεί πνευματική μοιχεία του χειρίστου είδους.)

·       Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ μὴ συναναμίγνυσθαι Πόρνοις, οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις, ἐπεὶ ὠφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ κόσμου ἐξελθεῖν. νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν. Τί γάρ μοι τοὺς ἔξω κρίνειν; οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε; τοὺς δὲ ἔξω ὁ θεὸς κρινεῖ. ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.
 (Κορινθ. ε’, στιχ. 9-13)
        
·       Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ΄ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.              
(γαλ’. κεφ. ά. στιχ. 8)

·       …ὡς προειρήκαμεν , καὶ ἄρτι πάλιν λέγω: εἴ τις ὑμᾶς εὐγγελίζεται ὑμῖν παρ΄ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω.                                                    
(γαλ’. κεφ. ά. στιχ. 9)

·       Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβὰνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῶ μὴ λέγετε. Ὁ γὰρ λέγων αὐτῶ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς.                         
(Β΄ επιστολή  Ιωαν. στιχ. 10)

·       …στέλλεσθε ὑμᾶς άπό παντός ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατά τὴν παράδοσιν ἥν παρελάβατε παρ΄ἡμῶν.        
(Β’ Θεσ. γ’, στιχ. 6)

·       Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσιν λόγοις, τοῖς τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῇ κατ' εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ, τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν περὶ ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις, βλασφημίαι, ὑπόνοιαι πονηραί, διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν. Ἀφίστασο ἀπὸ τοιούτων!
(Τιμόθ Α’, στ’, στιχ. 3-5)

·        Ὦ Τιμόθεε, τὴν παραθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν.      
(Τιμόθ Α’, στ’, στιχ. 20-21)

·       αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος.
(Τίτ. γ’, στιχ. 10)

·       Καὶ ἤκουσα ἄλλην φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν:  Ἐξέλθατε, ὁ λαός μου, ἐξ αὐτῆς,   ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς, καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῆς μὴ λάβητε.
(Αποκ. Ιη’, στιχ. 4)



ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
·       Εἴ τις ἀκοινωνήτω, κὰν ἐν οἴκω συνεύξηται, οὗτως ἀφοριζέσθω.                  (Κανών ΙΑποστόλων, Πηδάλιον, Αθήνα 1886, σ. 13)

·       Εἴ τις Ἐπίσκοπος κοσμικοῖς ἄρχουσι χρησάμενος, δι΄ αὐτῶν ἐγκρατὴς ἐκκλησίας γένοιτο καθαιρείσθω, καὶ αφοριζέσθω. Καὶ οἰ κοινωνοῦντες αὐτῶ πάντες.                                                                                                        (Κανών Λ΄, Αποστόλων, Πηδάλιον, ό.π., σ. 32)

(σ.σ. Εάν για το μή δογματικό και σχετικά ιάσιμο ζήτημα της σιμωνίας οι ΄Αγιοι Απόστολοι προστάζουν την καθαίρεση/αφορισμό όχι μόνο του πταίσαντος, αλλά και όλων όσων κοινωνούν με αυτόν, αντιλαμβάνεστε πόσο έχουν αστοχήσει όσοι ισχυρίζονται ότι η αποτείχιση εκ των αιρετικών ψευδοποιμένων στηρίζεται πάνω σε δυνητικούς κανόνες...)

·       Και αυτός ο Κανόνας, όπως και οι παραπάνω, τιμωρεί και διαπαιδαγωγεί διπλά για το ένα και το αυτό αμάρτημα λέγοντας, ότι όποιος Επίσκοπος μεταχειρίσθηκε ως μέσο κοσμικούς άρχοντες καί μέσω της ανάμειξής τους να πάρει καμία Επισκοπή ή Μητρόπολη, πρέπει να καθαιρείται αμέσως και να αφορίζεται από την Εκκλησία. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να καθαιρούνται από το κληρικό τους αξίωμα και να αφορίζονται, όλοι όσοι κληρικοί είναι σε εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν είτε πρόκειται για τους Αρχιερείς που τον χειροτόνησαν είτε για Πρεσβυτέρους είτε για Διακόνους ή Υποδιακόνους ή Αναγνώστες.                                                                
(Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου στον Λ’ Αποστολικό Κανόνα, βλ. Ι. Ρίζος- Α. Τσακίρογλου, Το Μικρό Πηδάλιον, ΄Εκδοση 2017, σελ. 25-26)

·       Οἱ παρόντες δύο κανόνες ὁ ΚΘ’  καἰ ὁ Λ’ οὐ μόνον καθαιροῦσιν, ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνίας ἐκκόπτουσιν, ἤτοι ἀφορίζουσι, τοὺς διὰ χρημάτων ἐπισκόπους, ἢ πρεσβυτέρους, ἢ διακόνους γενομένους, καὶ τοὺς δι’ ἀρχόντων προστασίας ἐπισκόπους γενομένους. ῾Η γὰρ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος ὤνιος οὐκ ἔστι, φασί.  Καὶ ἡ ἐπιστολὴ δὲ τοῦ ἁγίου Ταρασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἡ πρὸς τὸν πάπαν ᾿Αδριανὸν, φησὶ, φορητότερον εἶναι τὸν αἱρετικὸν Μακεδόνιον, τὸν βλασφημήσαντα δουλεύειν τὸ ἅγιον Πνεῦμα, τοῦ διὰ χρημάτων πωλοῦντος, ἢ ὠνουμένου τὸ τοῦ παναγίου Πνεύματος χάρισμα, ὅτι ὁ πιπράσκων, ὡς δεσπότης πιπράσκει˙ καὶ ὁ ἐξωνούμενος, ὡς δεσπόσων καταβάλλει τὸ ἀργύριον. ῾Η δὲ τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Γενναδίου ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ καὶ ἀναθέματι τοὺς τοιούτους καθυποβάλλει, ταῦτα λέγουσα˙ ῎Εστω τοίνυν καὶ ἐστιν ἀποκήρυκτος, καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος, καὶ τῆ κατάρα τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος, ὁ διδοὺς, καὶ ὁ λαμβάνων ὤνιον τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, εἴτε κληρικὸς, εἴτε λαϊκὸς εἴη˙ καὶ ταῦτα μὲν οὕτως. ᾿Ερωτήσει δέ τις, ὡς τοῦ Λ’ κανόνος ἐπισκόπου μόνου μεμνημένου, ὡσαύτως καὶ τοῦ ΚΘ’ κανόνος ὑποδιακόνωνμὴ μεμνημένου, ἢ ἀναγνωστῶν, ἐὰν πρεσβύτερός τις γένηται, ἢ διάκονος, ἢ ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, διὰ προστασίας ἄρχοντος, ἢ ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, διὰ δόσεως χρημάτων, τί ὀφείλει γενέσθαι; Λύσις. Καὶ οὖτοι καθαιρεθήσονται, καὶ ἀφορισθήσονται ἀπὸ τοῦ τέλους τοῦ παρόντος Λ’ κανόνος, λέγοντος, μὴ μόνους τοὺς πρωταιτίους τοῦ κακοῦ καθαιρεῖσθαι, καὶ ἀφορίζεσθαι, ἀλλὰ καὶ τοὺς κοινωνοῦντας αὐτοῖς. Καὶ ἡ ἐπιστολὴ δὲ τοῦ Γενναδίου, ὡς εἴρηται, οὐ μόνον τοὺς ἱερωμένους, ἀλλὰ καὶ τοὺς λαϊκοὺς, τοὺς τοιοῦτον κακὸν πεπραχότας, ἀναθέματι καθυποβάλει.
(Ερμηνεία εις τον Λ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων από τον Βαλσαμώνα. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων, και των Ιερών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Β’ Τόμος, Αθήνα 1852, σελ. 38-39)

·       Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἔτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν  εὐσεβεία, καὶ δικαιοσύνη, καθαιρείσθω, ὠς φίλαρχος. Τύραννος γαρ ἐστιν. Ὠσαύτως δε καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοὶ, καὶ ὂσοι ἄν αὑτῶ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν, καὶ τρίτην παράκλησιν  τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω.   
(ΛΑ’ Κανών των Αγίων Αποστόλων, Πηδάλιον, ό.π., σ. 32)

·       Όσοι δε χωρίζονται από τον επίσκοπό τους προ συνοδικής εξετάσεως, διατί αυτός κηρύττει δημοσία καμμίαν κακοδοξίαν και αίρεσιν, οι τοιούτοι, όχι μόνο εις τα ανωτέρω επιτίμια δεν υπόκεινται, αλλά και την πρέπουσαν εις τους ορθοδόξους τιμήν αξιόνονται, κατά τον ιε’ κανόνα της ΑΒ συνόδου.
(Ερμηνεία του ΛΑ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων από τον ΄Αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, Πηδάλιον, ό.π., σ. 40)

·       Τάξις συνέχει τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια. Δεῖ τοίνυν ἁπανταχοῦ τὴν εὐταξίαν φυλάττεσθαι, καὶ μᾶλλον παρὰ τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ τοὺς λοιποὺς κληρικοὺς ὑπείκειν τῶ ἐπισκόπω. Εἰ δέ τις πρεσβύτερος, ἐν μηδενὶ κατεγνωκὼς τοῦ ἰδίου ἀρχιερέως, μήτε ὡς περὶ τὴν εὐσέβειαν σφαλλομένου, μήτε ὡς ἄλλο τι ποιοῦντος παρὰ τὸ καθῆκον καὶ δίκαιον, διὰ φιλαρχίαν δὲ, παρασυναγωγὴν ποιήσει, ἰδιαιτέρως ἐκκλησιάζων, καὶ θυσιαστήριον πήξας, ἐν τούτω ἱερουργεῖ, καθαιρεῖσθαι διατάττεται ὁ κανὼν καὶ αὐτὸν, καὶ τοὺς αὐτῶ συνερχομένους κληρικοὺς, τοὺς δὲ λαϊκοὺς ἀφορίζεσθαι. Οὐ ταχεῖς δὲ τοὺς ἐπισκόπους εἰς κόλασιν εἶναι βούλεται˙ διὸ οὐδὲ ἀπεντεῦθεν αὐτοὺς τῆ καταδίκη ὑπάγειν διακελεύεται, ἀλλ’ ἐκ τρίτου τοὺς παρασυνάγοντας παρακαλεῖσθαι, ἀποστῆναι τοῦ ἀτάκτου ἐπιχειρήματος, ἐμμένοντας δὲ τούτω καταδικάζεσθαι. Τῆς δὲ ἐν Γάγγρα γενομένης συνόδου ὁ ἕκτος κανὼν, τοὺς παρὰ τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν ἰδία ἐκκλησιάζοντας παρὰ γνώμην τοῦ ἐπισκόπου, καὶ ὑπὸ ἀνάθεμα ποιεῖται˙ ὁμοίως δὲ καὶ ὁ δέκατος κανὼν τῆς ἐν Καρθαγένη συνόδου.
(Ερμηνεία εις τον ΛΑ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων από τον Ζωναρά. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων..., Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, ό. π., σελ. 39-40)

῾Εκάστης πόλεως ἱερωμένοι, καὶ λαϊκοὶ ὀφείλουσιν ὑποκεῖσθαι τῶ κατὰ χώραν ἐπισκόπω, καὶ μετὰ τούτου συνάγεσθαι καὶ ἐκκλησιάζειν, εἰμὴ καταγνώσουσι τούτου ὡς ἀσεβοῦς ἢ ἀδίκου˙ τηνικαῦτα γὰρ ἀποδιϊστάμενοι αὐτοῦ, οὐκ εὐθυνθήσονται. ῾Ο δὲ παρὰ ταῦτα ποιήσας, καὶ ἀνευλόγως ἐκ τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου ἀποσχισθεῖς, καὶ ἰδία ἐκκλησιάζων, εἰ μὲν κληρικός ἐστι, καθαιρεθήσεται ὡς φίλαρχος, εἰ δὲ λαϊκὸς,  ἀφορισθήσεται. Πλὴν ταῦτα διορίζεται γενέσθαι ὁ κανὼν μετὰ πρώτην, δευτέραν, καὶ τρίτην παραίνεσιν.᾿Ανάγνωθι καὶ τὸν ς’ κανόνα τῆς ἐν Γάγγρα συνόδου, καὶ τὸν ι’ τῆς ἐν Καρθαγένη.
 (Ερμηνεία εις τον ΛΑ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων από τον Βαλσαμώνα. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων..., Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, ό. π., σελ. 40-41)

·       Μηδένα τῶν ξένων ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι. Καὶ ἐπιφερομένων δὲ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν. Καὶ εἰ μὲν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν˙ εἰ δὲ μήγε, τὰ πρὸς χρείαν αὐτοῖς ἐπιχορηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς μὴ προσδέξησθε. Πολλὰ γὰρ κατὰ συναρπαγὴν γίνεται.
(Κανών ΛΓ’, Αποστόλων, Πηδάλιον, ό.π., σ. 42)

·       Εἰς τὸν ΙΒ’ αὐτὠν κανόνα διορίζουν οἱ ᾿Απόστολοι νὰ μὴ δέχηται κανένας ξένος κληρικὸς ἀπὸ ἄλλον ᾿Επίσκοπον, χωρὶς νὰ ἔχη γράμματα συστατικά. Καὶ εἰς τὸν παρόντα δὲ κανόνα παρομοίως τοῦτο  αὐτὸ διορίζουσι, μὲ κάποιαν προσθήκην λέγοντες˙ Κανένας ξένος ᾿Επίσκοπος, ἢ  Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, δὲν πρέπει νὰ προσδέχηται ἀπὸ ἄλλους ᾿Επισκόπους, χωρὶς νὰ ἐπιφέρη γράμματα, ὁ μὲν ᾿Επίσκοπος τοῦ Μητροπολιτου του, ὁ δὲ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος τοῦ ᾿Επισκόπου, ἢ Μητροπολίτου του, συστατικὰ  καὶ τῆς πίστεως, καὶ τῆς καλῆς ζωῆς, μάλιστα δὲ τῆς κατηγορηθείσης αὐτοῦ ὑπολήψεως. ᾿Αλλὰ καὶ ἂν ἐπιφέρωσι μαζί τους τὰ τοιαῦτα συστατικὰ, πάλιν ἂς ἐξετάζωνται ἂν ἤναι ὀρθόδοξοι ἢ ὄχι˙ διότι ἴσως σφάλλωσιν εἰς τὴν πίστιν. Καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὰ συστατικὰ γράμματα, τὸ σφάλμα τοῦτο δὲν ἤξευρεν. ᾿Εὰν δὲ ἐξεταζόμενοι εὑρεθῶσιν ὅτι εἶναι κήρυκες τῆς ὀρθοδοξίας καὶ εὐσεβείας, τότε ἂς προσδέχωνται εἰς κοινωνίαν (ἂς μὴ συγχωρώνται ὅμως καὶ νὰ   συναριθμηθῶσιν εἰς καμμίαν ἐκεῖσε ἐκκλησίαν, καὶ νὰ ἐνεργῶσι τὰ τῆς ἱερωσύνης, χωρὶς νὰ ἔχουν κοντὰ εἰς τὰ συστατικὰ γράμματα, καὶ γράμμα ἀκόμη ἀπολυτικὸν καὶ δηλωτικὸν, ὅτι ἕχουν τὴν ἄδειαν νὰ ἐνεργοῦν, ὅπου ὑπάγουν, τὸ τῆς ἱερωσύνης λειτούργημα). Εἰ δὲ καὶ ἤθελαν εὑρεθῆ κακόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ, μὴ συγκοινωνήσητε, λέγει, μὲ αὐτούς˙ ἀλλὰ δότε εἰς αὐτοὺς τὰ χρειώδη καὶ ἀναγκαῖα, καὶ ἀποστείλατέ τους νὰ ὑπάγουν˙ διότι πολλὰ ἄτοπα ἀκολουθοῦν ἀπὸ τοὺς τοιούτους ξένους κατὰ συναρπαγὴν, μὲ τὸ νὰ μὴ γίνηται περὶ αὐτῶν ἡ πρέπουσα ἔρευνα. ῞Ορα καὶ τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ ΙΒ’ κανόνος τῶν ᾿Αποστόλων. (Ερμηνεία του ΛΓ’ Ιερού Κανόνος των Αγίων Αποστόλων από τον ΄Αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, Πηδάλιον, ό.π., σ. 42)

·       Τοὺς ἐν ἐτέρα χώρα ἀπιόντας ἑτέρωθεν ἱερωμένους, ἀπαγορεύει ὁ κανών χωρὶς συστατικῶν δέχεσθαι. Εἰ δὲ καὶ συστατικὰ  ἐπιφέροιντο, οὐδὲ τότε ἀβασανίστως τούτους προσίεσθαι συγχωρεῖ, ἀλλ’ ἀνακρίνειν, εἰ ὀρθόδοξοι εἶεν, (ἵσως γὰρ ἠγνόησεν ὁ δοὺς τὴν συστατικὴν ἐπιστολὴν, ὅτι σφάλλονται πρὸς τὴν πίστιν)˙ καὶ τοιούτους ὄντας προσδέχεσθαι, καὶ συγκοινωνεῖν αὐτοῖς. Εἰ δ’ ἀμφίβολοι περὶ τὰ ὀρθὰ δόξουσι δόγματα, τὴν μετ’ αὐτῶν συνδιαγωγὴν παραιτεῖσθαι παρακελεύεται˙ χορηγεῖν δὲ τὰ πρὸς χρείαν αὐτοῖς, καὶ οὕτως ἐκπέμπειν. Τὸ γὰρ τῶν πρὸς  τὸ ζῆν ἀναγκαίων ἐπιδεεῖς ὄντας αὐτοὺς παρορᾶν, καὶ οὕτως ἀπολύειν, ἀφιλάνθρωπον ἐκρίθη τοῖς Ἀποστόλοις, καὶ ἅμα φειδωλίαν κατηγοροῦν τῶν μὴ προσδεξαμένων αὐτούς. (Ερμηνεία εις τον ΛΓ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων από τον Ζωναρά. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων..., Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, ό. π., σελ. 44)

·       Τὸ δίχα συστατικῶν γραφῶν μὴ προσδέχεσθαι τοὺς ξένους ἐπισκόπους, ἢ πρεσβυτέρους, ἢ διακόνους, προεδιδάχθημεν. Ἀρτίως δὲ διορίζεται ὁ κανὼν ἀνακρίνεσθαι τούτους περὶ εὐσεβείας, καὶ συστατικὰ ἔχοντας˙ καὶ ἢ προσδέχεσθαι εἰς κοινωνίαν ὀρθοδόξους ὄντας, ἢ παραιτεῖσθαι, ὡς ἀμφιβόλους˙ τροφῆς δὲ αὐτοὺς μὴ ἀποστερεῖν ὥρισται˙ καὶ ὁ μὲν παρὼν κανὼν ταῦτα.᾿Εξ ἑτέρων δὲ κανόνων μαθήση, ὅτι κἂν συστατικά τινες ἐπιφέρωνται, καὶ οὐδὲ περὶ τὴν ὀρθοδοξίαν ἀμφίβολοι ὦσιν, ἀλλὰ καὶ οὕτως ἀπολυτικὰς γραφὰς τῶν οἰκείων ἐπισκόπων ἐμφανίζειν ὀφείλουσιν, εἰ δὲ μὴ, οὐ παραχωρηθήσονται ἱερουργεῖν˙ τὸ μὲν γὰρ ἱερωθῆναι αὐτοὺς διὰ τῶν συστατικῶν γραφῶν ἐλέγχεται˙ τὸ δὲ ἐκχωρηθῆναι ἐπὶ ξένης ἱερουργεῖν, οὐκ ἀπὸ τούτων, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀπολυτικῶν γραμμάτων παρίσταται. Διὰ γὰρ τοῦτο, ὡς ἔοικε, καὶ ὁ παρὼν κανὼν κοινωνίας μόνης ἐμνήσθη, οὐ μὴν καὶ λειτουργίας, ὡς τῶν προσκομιζόντων συστατικὰς μόνας γραφὰς ἐκκλησιάζειν ἐπὶ ξένης μὴ κωλυομένων.                                            (Ερμηνεία εις τον ΛΓ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων από τον Βαλσαμώνα. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων…, ό. π., σελ. 44-45)

·       Ξένος ἱερεὺς δίχα συστατικῶν οὐ προσδέχεται˙ καὶ ἐλθὼν ἐπανακρίνεται, καὶ εἰ μὲν ὀρθοτομῶν, προσίεται˙ εἰ δ’ οὔ, τὰ πρὸς χρείαν ἐφοδιαζόμενος ἀποπέμπεται. ῎Ανευ συστατικῶν οὐ δεῖ ξένον ἱερέα προσδέχεσθαι˙ εἰ δὲ καὶ συστατικὰ ἐπιφέρηται, δέον αὐτὸν καὶ οὕτως ἐπανακρίνεσθαι. Καὶ εἰ μὲν εὐσεβὴς ἀναμφιβόλως εὑρεθῆ, προσίεσθαι τοῦτον˙ εἰ δ’ ἀμφιβάλλεται, τὰ πρὸς διοίκησιν ἐπιχορηγεῖσθαι αὐτῶ, καὶ ἀποπέμπεσθαι.                                                   (Ερμηνεία εις τον ΛΓ’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων από τον Αριστηνό. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων…, ό. π., σελ. 45)

·       Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω.   
(Κανών ΜΕ’, Αποστόλων, Πηδάλιον, ό.π., σ. 50)

·       Αυτός ο Κανόνας ορίζει, ότι όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος μόνο συμπροσευχηθεί και όχι συλλειτουργήσει με αιρετικούς, πρέπει να αφορίζεται. Επειδή, όποιος συμπροσεύχεται με αφορισμένους, γιατί τέτοιοι είναι οι αιρετικοί, πρέπει και αυτός να αφορίζεται, κατά τον Ι’ των Αποστόλων. Εάν όμως επέτρεψε στους αιρετικούς να τελέσουν, ως κληρικοί, κάποιο εκκλησιαστικό λειτούργημα, να καθαιρείται. Επειδή, όποιος κληρικός συλλειτουργήσει με καθηρημένους, γιατί κατά τον Β’ και Δ’ Κανόνα της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου τέτοιοι είναι οι αιρετικοί, πρέπει να συγκαθαιρείται και αυτός, κατά τον ΙΑ’ των Αποστόλων. Διότι πρέπει να μισούμε και να αποστρεφόμαστε τους αιρετικούς και όχι να συμπροσευχόμαστε μαζί τους και να τους επιτρέπουμε να τελούν κάποιο εκκλησιαστικό λειτούργημα, σαν να ήταν κληρικοί ή ιερείς.
(Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου στον ΜΕ’ Ιερό Κανόνα των Αγίων Αποτόλων. Βλ. Ι. Ρίζος – Α. Τσακίρογλου, ό.π., σελ. 32-33) 

·       Ο ΞΕ’ Αποστολικός λέει, ότι όποιος εισέλθει σε συναγωγή αιρετικών για να συμπροσευχηθεί, εάν είναι κληρικός να καθαιρείται, αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται. Η Σύνοδος μάλιστα της Λαοδικείας στον ΣΤ’ Κανόνα της δεν επιτρέπει να μπαίνουν οι αιρετικοί στην Εκκλησία. Επίσης, κατά  τον ΛΒ’ «δεν επιτρέπεται να παίρνει κάποιος ευλογίες από αιρετικούς, οι οποίες είναι αλογίες και όχι ευλογίες, αλλά ούτε πρέπει να συμπροσεύχεται κανείς με αιρετικούς ή σχισματικούς, κατά τον ΛΓ’ της ίδιας Συνόδου. Ο δε Θ’ Τιμοθέου δεν επιτρέπει να είναι αιρετικοί παρόντες στη Θεία Λειτουργία, μόνο να είναι έξω του Ναού αν υπόσχονται να μετανοήσουν και να αφήσουν την αίρεση. Αλλά και ο Θ’ της Λαοδικείας αφορίζει τους Χριστιανούς που πηγαίνουν στα κοιμητήρια ή στους ναούς των αιρετικών, για να προσευχηθούν ή για να βρουν γιατρειά οι ασθένειές τους. Αλλά και να συνεορτάζει δεν πρέπει ο Χριστιανός με τους αιρετικούς, ούτε να δέχεται τα δώρα που του δίνουν στη γιορτή του, όπως λέει ο ΛΖ’ Κανόνας της Λαοδικείας». (Συμφωνία Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου επί του ΜΕ’ Ιερού Κανόνα των Αγίων Αποτόλων. Βλ. Ι. Ρίζος – Α. Τσακίρογλου, ό.π., σελ. 33-34)

·       ᾿Επίσκοπον, ἢ Πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῶ πρὸς βελίαρ; ῍Η τίς μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου;                                                       
(Κανών ΜΣΤ’, Αποστόλων, Πηδάλιον, ό.π., σ. 54)

·       Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποστρέφωνται τοὺς αἱρετικοὺς, καὶ τὰς τῶν αἱρετικῶν τελετάς. Μᾶλλον δὲ αὐτοὶ, οἱ αἱρετικοὶ δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐλὲγχωνται καὶ νὰ νουθετῶνται ἀπὸ τοὺς ᾿Επισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους,  μήπως ἤθελαν καταλάβουν καὶ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν πλάνην των. Διὰ τοῦτο ὁ παρὼν Κανὼν διορίζει ὅτι, ὅποιος ᾿Επίσκοπος, ὴ Πρεσβύτερος ἤθελαν ἀποδεχθῆ ὡς ὀρθὸν καὶ ἀληθινὸν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἢ τὴν παρ’ αὐτῶν προσαγομένην θυσίαν, ὁ τοιοῦτος, προστάζομεν νὰ καθαιρεθῆ. ᾿Επειδὴ ποίαν συμφωνίαν ἔχει ὁ Χριστὸς μὲ τὸν διάβολον; ῍Η ποίαν μερίδα ἔχει ὁ πιστὸς μὲ τὸν ἄπιστον; Διότι ἐκεῖνοι ὁποῦ δέχονται τὰ παρὰ τῶν αἱρετικῶν , ἢ τὰ ὅμοια φρονήματα ἐκείνων ἔχουσι καὶ αὐτοὶ, ἢ τὸ ὀλίγώτερον δὲν ἔχουσι προθυμίαν νὰ ἐλευθερώνουν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν των. Οἱ γὰρ συνευδοκοῦντες εἰς τὰς ἐκείνων τελετὰς, πῶς δύνανται νὰ ἐλέγξουσιν αὐτοὺς διὰ νὰ παραιτήσουν τὴν κακόδοξον καὶ πεπλανημένην των αἵρεσιν;                                                                    
(Ερμηνεία του ΜΣΤ’ Ιερού Κανόνος των Αγίων Αποστόλων από τον ΄Αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, Πηδάλιον, ό.π., σ. 54-55)

·       μοίως κα ο λαϊκοί, τος τ γνώμ το Θεο ναντία δογματίσασιν μ πλησιάζετε μηδ κοινωνο τς σεβείας ατν γίνεσθε, λέγει γρ κα Θεός· “ποσχίσθητε κ μέσου τν νδρν τούτων, να μ συναπόλησθε ατος”. Κα πάλιν· “ξέλθετε κ μέσου ατν, κα φορίσθητε, λέγει Κύριος, κα καθάρτου μ πτεσθε, κγ εσδέξομαι μς”.                                                                                                     
(Διαταγα τν γίων ποστόλων, βιβλίον στ΄, Περ σχισμάτων)

·       ...ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. Διὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων.
(Διαταγ. Αποστ. 2, 19) 

·       Εἰ δε τινες τῶν ἐν ἐκάστη πόλει, ἢ χώρα κληρικῶν ὑπὸ Νεστορίου καὶ τῶν σὺν αὐτῶ ὄντων, τῆς Ἱερωσύνης ἐκωλύθησαν διὰ τὸ ὀρθῶς φρονεῖν, ἐδικαιώσαμεν καὶ τούτους τὸν  ἴδιον ἀπολαβεῖν βαθμόν. Κοινῶς δὲ τοὺς τῆ ὀρθοδόξω, καὶ οἰκουμενικῆ Συνόδω συμφρονοῦντας κληρικοὺς κελεύομεν τοῖς ἀποστήσασιν ἢ ἀφισταμένοις Ἐπισκόποις μηδ’ ὅλως ὑποκεῖσθαι κατὰ μηδένα τρόπον.   
(Κανών Γ’ της Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, Πηδάλιον, Εκδόσεις Παπαδημητρίου,
σ. 172)

·       Πατριάρχης ὢν, ὡς εἴρηται, Κωνσταντινουπόλεως ὁ Νεστόριος, ἀφώρισέ τινας κληρικοὺς μὴ συμφρονοῦντας αὐτῶ· καὶ ἐν ἄλλαις δὲ πόλεσιν οἱ ὁμοδοξοῦντες ἐκείνω ἐπίσκοποι τὸ αὐτὸ πεποιήκασι. Τοὺς οὖν τῆς ἱερωσύνης κωλυθέντας, ὡς μὴ συντιθεμένους τῆ τοῦ Νεστορίου καὶ τῶν ὁμοφρόνων αὐτῶ κακοδοξία, ἡ ἁγία σύνοδος διά τοῦ παρόντος κανόνος ἀποκατέστησεν εἰς τοὺς οἰκείους βαθμούς· καὶ διωρίσατο, τοὺς ὀρθοδόξους κληρικοὺς τοῖς ὁμογνωμονοῦσι τῶ Νεστορίω ἐπισκόποις μὴ ὑποκεῖσθαι κατὰ μηδένα τρόπον, μήτε ὡς κληρικοὺς, μήτε ὡς ἱερωμένους ἁπλῶς, καὶ διὰ τοῦτο τοῖς ἐπισκόποις ὑποκειμένους, ἢ καὶ κανονικὰ τελεῖν αὐτοῖς ὀφείλοντας. (Ερμηνεία εις τον Γ’ Κανόνα της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου από τον Ζωναρά. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων…, ό. π., σελ. 496)

·       Τῶν εἰκότων ἦν τινας κληρικοὺς ὀρθοδόξους μὴ φρονῆσαι τὰ τοῦ Νεστορίου, ἢ τὰ τῶν συμφρονησάντων αὐτῶ ἐπισκόπων, καὶ διὰ τοῦτο ἀφορισθῆναι. ᾿Αποκαθίστησιν οὖν ὁ κανὼν τούτους εἰς τοὺς οἰκείους βαθμοὺς, προσεπάγων μὴ μόνους αὐτοὺς ἔχειν τὰς οἰκείας ἐπιτιμίας, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς κληρικοὺς τῶν τοιούτων ἐπισκόπων μηδόλως ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς ὡς ἀποστατήσασιν.                                                               (Ερμηνεία εις τον Γ’ Κανόνα της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου από τον Βαλσαμώνα. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων…, ό. π., σελ. 496-497)                                                                                          
·       ῝Ος ὑπὸ Νεστορίου τῆς ἱερωσύνης κεκώλυται, ἱερώτατος· ὁ δὲ δεκτέος ἐκείνω ἀνίερος.                                                                                              (Ερμηνεία εις τον Γ’ Κανόνα της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου από τον Αριστηνό. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων…, ό. π., σελ. 497)  

·       Εἴ τις χριστιανοκατηγορικῆς αἱρέσεως ὄντα τινα ἢ ἐν αὐτῆ τὸν βίον ἀπορρήξαντα διεκδικεῖ (σ.σ.  αν προσπαθεί να δικαιώσει), ἀνάθεμα.
(Πρακτικῶν Ζ’ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi, 13, 400)                                                              
·       Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ’ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῆ ἐκκλησία συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρα ἐκκλησία ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρα ἐκκλησία μὴ συναγομένους.    Εἰ δὲ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων, ἢ Πρεσβυτέρων, ἢ Διακόνων, ἤ τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἴναι, ὡς αν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας.  
(Κανών Β’, Εν Αντιοχεία Σύνοδος, Πηδάλιον, ό.π., σ. 331)
·       ...᾿Επειδὴ δὲ ἀφορισμὸν ἀνέφερεν ὁ Κανὼν, διορίζει καὶ τοῦτο, ὅτι δὲν εἶναι ἄδεια εἴς τινα, μήτε να συμπροσεύχεται εἰς ὀσπήτιον μὲ τοὺς ἀφορισθέντας  ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν, Κληρικοὺς ἢ λαϊκοὺς, μήτε εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν αὐτοὺς νὰ ὑποδέχεται. ῞Οποιος δὲ ᾿Επίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος ἤθελε συγκοινωνήσει μὲ τοὺς τοιούτους ἀκοινωνήτους, ἢ ἐν οἴκω, ἢ ἐν ᾿Εκκλησία, νὰ γίνεται καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διατὶ μὲ τοῦτο ὁποῦ κάμνει συγχέει καὶ παραβαίνει τοὺς περὶ τούτου διοριζομένους Κανόνας τῆς ᾿Εκκλησίας. (Εμηνεία του  Β’ Κανόνα της Εν Αντιοχεία Συνόδου από τον ΄Αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, Πηδάλιον, ό.π., σ. 332)

(σ.σ. Απόλυτος συμφωνία υπάρχει μεταξύ της ανωτέρω ερμηνείας του Αγίου Νικοδήμου και αυτών του Ζωναρά, Βαλσαμώνα και Αριστηνού. Βλ. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων…, ό. π., Τόμος Γ’, σελ. 126-129)

·       Ὥστε τοὺς ἀξίως τῶν οἰκείων ἐγκλημάτων ἀπὸ Ἐκκλησίας διωχθέντας, ἐάν τις Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος δέξηται εἰς κοινωνίαν, καὶ αὐτὸς ἔτι μὴ τῶ ἴσω ἐκλήματι ὑπεύθυνος φανῆ, ἄμα τοῖς τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου τὴν κανονικὴν ψῆφον ἀποφεύγουσιν.
(Κανών Θ’, Εν Καρθαγένη Τοπική Σύνοδος, Πηδάλιον, ό.π., σ. 381)

·       ῞Οτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι
( Κανών ΛΓ’, Εν Λαοδικεία Τοπική Σύνοδος, Πηδάλιον, ό.π., σελ. 352)

·       Διορίζει οὗτος ὁ Κανὼν νὰ μὴ συμπροσευχώμεθα οὔτε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, ἤτοι τοὺς σφάλλοντας περὶ τὴν πίστιν, οὔτε μὲ τοὺς σχισματικοὺς, ἤτοι τοὺς κατὰ τὴν πίστιν μὲν ὀρθοδόξους ὅντας, χωριζομένους δὲ ᾶπὸ τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν διά τινας παραδόσεις καὶ ἔθιμα ἰάσιμα...                                                                                                                    
(Ερμηνεία Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στον ΛΓ’ Ιερό Κανόνα της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου, Πηδάλιο, ό.π, σελ. 353)

·       Ἐάν τις Πρεσβύτερος ἐν τῆ διαγωγῆ αὐτοῦ καταγνωσθῆ, ὀφείλει ὁ τοιοῦτος τοῖς γειτνιῶσιν Ἐπισκόποις προσαγγεῖλαι, ἴνα αὐτοὶ τοῦ πράγματος ἀκροάσωνται, καὶ δι’ αὐτῶν τῶ ἰδίω Ἐπισκόπω καταλλαγῆ. Τοῦτο δὲ ἐὰν μὴ ποιήση, ἀλλ’ ὅπερ ἀπείη,ὑπεροψία φυσιούμενος, ἐκ τῆς τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου κοινωνίας  ἑαυτὸν χωρίση, καὶ παρὰ μίαν μετά τινων σχίσμα ποιῶν, ἁγίασμα τῶ Θεῶ προσενέγκη, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα  λογισθήτω καὶ τὸν ἴδιον τόπον ἀπολεσάτω, σκοπουμένου, μήποτε κατὰ τοῦ Ἐπισκόπου  μέμψιν ἔχη δικαίαν.

                             Ερμηνεία Κανόνος από τον Άγιο Νικόδημο

Ηνωμένος είναι ο παρών Κανών με τον προ αυτού ανωτέρω. Λέγει γαρ ότι να αναθεματίζεται και ο από του Επισκόπου του χωρίσας εαυτόν Πρεσβύτερος, και τον τόπον του να χάνη, ήτοι να καθαίρεται, εάν όμως δεν αναγγείλη πρότερον το πράγμα, δια το οποίον κατηγορείται από τον Επίσκοπόν του εις τους γείτονας και πλησιοχώρους Επισκόπους, ίνα δι’ αυτών φιλιωθή με εκείνον, αλλά καταφρονήσας δι’ υπερηφάνειαν , αποστατήση. Προς τούτοις δε πρέπει να γίνεται εξέτασις, μήπως διά δικαίας κατηγορίας και εγκλήματα φεύγη την κοινωνίαν του Επισκόπου του ο Πρεσβύτερος. Ανάγνωθι και τον λα’ και λβ’ Αποστολικόν.
(Κανών ΙΑ’, Εν Καρθαγένη Σύνοδος, Πηδάλιον, ό.π., σ. 469) 

·       Χρὴ δέ, φησι, σκοπεῖν καὶ ἐξετάζειν, μή ποτε δικαίως αἰτιᾶται  τὸν ἴδιον ἐπίσκοπον ὁ κληρικὸς, καὶ εὐλόγως τὴν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν ἐκκλίνη. Τὴν δὲ κατὰ τοῦ ἐπισκόπου μέμψιν, μὴ εἴπης εἶναι ἐξ ἁμαρτήματος, ἢ ἀπὸ ἄλλης αἰτιάσεως ἐγκληματικῆς, ἀλλ’ ἀπὸ δογματικῆς, ἢ ἀδίκου διαγωγῆς. Οὐδὲ γὰρ ὁφείλει ὁ κληρικὸς ἀπὸ τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ χωρίζεσθαι πρὸ καταδίκης, εἰμὴ προφανῶς αὐτὸν βλέπη ἀδικοῦντα, ἢ ἐναντιούμενον τῶ ὀρθῶ δόγματι.                     (Ερμηνεία εις τον ΙΑ’ Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου από τον Βαλσαμώνα. Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων…, ό. π., τόμος Γ’, σελ. 321)

·       Εἰ μὲν γὰρ ἐναντίαν τοῖς κανόσιν ἐπίσκοπος ἐνέγκη ψῆφον, τιμωρηθήσεται, ἥγουν καθαιρεθήσεται, μὴ δυνάμενος ἀμαθίαν ἢ ἀπειρίαν προβαλέσθαι· οὐ γὰρ συγγνωστέος ἔσεται λέγων μὴ εἰδέναι τοὺς κανόνας, οὕς ἀναγκάζεται διὰ γλώττης ἔχειν σχεδὸν ἀεί.
(Ερμηνεία εις τον ΙΕ’(ΙΔ’) Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου από τον Βαλσαμώνα. Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, Κακή Υπακοή Και Αγία Ανυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 135)

·       Οἱ χειροτονούμενοι ἐπίσκοποι καὶ κληρικοί, ἐὰν μὴ ἀκριβῆ κατάληψιν ἔχωσιν τῶν δογματικῶν ὅρων καὶ τῶν κανονικῶν παραγγελιῶν, καὶ ἢ διδάσκοντες ἢ ἀποφαινόμενοι ἐκτραπῶσιν ἐκ τῆς εὐθείας καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ πρὸς διδασκαλίας ἀσεβεῖς καὶ ἀκανονίστους ἀποφάσεις, κανονικῶς καθαιρεθήσονται καὶ εἰς οὐδὲν ἀνύσιμον ἔσται αὐτοῖς ὁ μετάμελος.
(Ερμηνεία εις τον ΙΗ’(ΚΔ’-ΚΣΤ’) Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου από τον Βαλσαμώνα. Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 136)

·       …Οἱ γάρ δι΄αἵρεσιν τινά παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην τῆς προς τον πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι την αἵρεσιν  δημοσία κηρύττοντος, και γυμνῆ τῆ κεφαλῆ ἐπ΄ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι  οὐ μόνον τῆ κανονικῆ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τον καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά και τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και οὐ σχίσματι την ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων και μερισμῶν την Ἐκκλησίαν  ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.
(Kανών ΙΕ’ της ΑΒ Συνόδου.)

(σ.σ. Ο πρωτοπρεσβύτερος και καθηγητής θεολογίας Θεόδωρος Ζήσης αναφέρει περί του παρόντος κανόνος ότι: Άριστο σχολιασμό περί του ότι και τα πρόβατα, οι πιστοί δηλαδή, έχουν ευθύνη για το αν θα ακολουθήσουν τους κακούς ποιμένες, ότι η υπακοή δεν είναι αδιάκριτη, αλλά διακριτική, μας προσφέρει το κείμενο των Αποστολικών διαταγών, το οποίο λέγει ότι δεν μπορούν να πουν οι λαϊκοί ότι εμείς ήμαστε πρόβατα, δεν πρέπει να αποφασίζουμε μόνοι μας, ο ποιμήν έχει την ευθύνη και αυτός θα δώσει λόγο. Αυτό είναι λάθος, διότι, όπως, όταν το πρόβατο δεν ακολουθεί τον καλό ποιμένα , κατασπαράσσεται από τους λύκους, έτσι και όταν ακολουθεί τον κακό ποιμένα, το περιμένει αναπόφευκτα ο θάνατος. Κατακλείεται δε αυτή η ανάλυση με τη σύσταση «Διό φευκτέον από των φθορέων ποιμένων».
Βλ. Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ.23)

·       Εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι είναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, και δια τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προτού να γίνει ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνο δια τον χωρισμό δεν καταδικάζονται, αλλά και τιμής της πρεπούσης, ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν την Εκκλησία από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Ορά και τον λα’ Αποστολικόν.
(Ερμηνεία του Κανόνα ΙΕ’ της ΑΒ’ Συνόδου, σελ 292 πηδαλίου, τυπογραφείο Βλαστού Βαρβαρρήγου, Αθήνα 1886)

·       Καὶ οὗτος ὁ κανὼν τὰ αὐτὰ τῶ ιγ’ καὶ ιδ’ κανόνι παρακελεύεται μέχρι τινός. Φησί γὰρ, πλέον ἁρμόζειν τὰ προσδιορισθέντα καὶ ἐπὶ πατριάρχου, ὅταν ἐκ τῆς τούτου κοινωνίας ἀποστήση τις ἑαυτὸν τολμηρῶς. ῾Ως δέ τινος εἰπόντος, ἐὰν ἐξ εὐλόγου αἰτίας, τυχὸν προφάσει αἱρέσεως, ἀποστῆ τις ἀπὸ τῆς τοῦ ἀρχιερέως κοινωνίας, διὰ τί κολασθήσεται; ᾿Επάγουσιν οἱ Πατέρες, ὡς ταῦτα πάντα τότε γίνονται, ὅταν προφάσει ἐγκληματικῆς τινος ὑποθέσεως καθ’ ἑαυτόν τις τοῦ οἱκείου ποιμένος  καταγνώσηται, καὶ ἀποσχίση ἑαυτὸν ἐκ τούτου, καὶ τοιουτοτρόπως διαρρήξη τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας. Εἰ γὰρ μὴ δί ἐγκληματικὴν αἰτίασιν, ἀλλὰ δί αἵρεσιν χωρίση τις ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ, ἢ τοῦ μητροπολίτου, ἢ τοῦ πατριάρχου, ὡς ἐπ’ ἐκκλησίας διδάσκοντος ἀνερυθριάστως διδάγματά τινα ἀπηλλοτριωμένα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, ὁ τοιοῦτος καὶ πρὸ ἐντελοῦς διαγνώσεως, πολλῶ δὲ πλέον καὶ μετὰ διάγνωσιν, ἐὰν ἑαυτὸν ἀποτειχίση, ἤγουν χωρίση ἀπὸ τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ, οὐ μόνον οὐ τιμωρηθήσεται, ἀλλὰ καὶ τιμηθήσεται, ὡς ὀρθόδοξος· οὐ γὰρ ἀπέσχισεν αὐτὸν ἀπὸ ἐπισκόπου, ἀλλ’ ἀπὸ ψευδεπισκόπου καὶ ψευδοδιδασκάλου· καὶ τὸ παρὰ τούτου γεγονὸς ἐπαίνου ἄξιον ἐστιν, ὡς μὴ κατατέμνον τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μᾶλλον συνάπτον αὐτὴν, καὶ τοῦ μερισμοῦ ἀπαλλάττον. Εἴρηται δὲ τῶ κανόνι τὸ, πᾶσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι τὸν σχισματικὸν, διὰ τοὺς λέγοντας ὀφείλειν τοὺς τοιούτους ἐπὶ καιρόν τινα τῆς ἱερατείας παύεσθαι, καὶ μὴ καθαιρεῖσθαι. ᾿Εγκληματικὰ δὲ αἰτιάματα εἰσι, πορνεία, ἱεροσυλία, καὶ τῶν κανόνων ἀθετήσεις. Καλῶς δὲ εἶπεν ὁ κανὼν ἐπαινετέους εἶναι τοὺς ἀποσχίζοντας ἑαυτοὺς καὶ πρὸ καταδίκης, ἀπὸ τῶν διδασκόντων αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ ὄντων προφανῶς αἱρετικῶν. Εἰ γὰρ κρύφα καὶ μετὰ ὑποστολῆς ψιθυρίζονται τὰ τῆς αἱρέσεως παρὰ τοῦ πρώτου, ὡς ἀμφιβάλλοντος, οὐκ ὀφείλει τις ἐξ αὐτοῦ πρὸ καταδίκης ἀποσχισθῆναι· εἰκὸς γάρ ἐστι μεταρρυθμισθῆναι τοῦτον πρὸς τὸ ὀρθόδοξον, πρὸ τῆς ἐντελοῦς ἀποφάσεως, καὶ ἀποστῆναι τῆς αἱρέσεως. Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατὰ τῶν λεγόντων, μὴ καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπὸ τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ρώμης, πρὸ τοῦ καταδικασθῆναι τοὺς περὶ ταύτην ὡς κακόφρονας. Καὶ ὁ μὲν παρὼν κανὼν τοὺς διὰ δογματικὴν αἰτίαν ἀποσχίζοντας οὐ κολάζει· ὁ δὲ λα’ ἀποστολικὸς κανὼν, καὶ τοὺς κατεγνωκότας τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, ὡς προδήλως ἀδικούντων, καὶ ἀποσχίσαντας ἐξ αὐτῶν, ἀνευθύνους συντηρεῖ.
(Ερμηνεία του ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου από τον Βαλσαμώνα, Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β΄ σελ. 694-696)

(σ.σ. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Βαλσαμώνος όταν ο επίσκοπος δεν έχει φανερώσει τα αιρετικά του φρονήματα δημόσια, και ως εκ τούτου εμείς οι πιστοί δεν ήμαστε σίγουροι για την πίστη του, τότε δεν οφείλουμε να αποτειχιστούμε. Συνάγεται λοιπόν το λογικό συμπέρασμα πως όταν εκ του αντιθέτου ήμαστε σίγουροι για τα αιρετικά φρονήματα του ποιμενάρχη μας, τότε οφείλουμε να αποτειχιστούμε. Το ρήμα που χρησιμοποιεί εδώ ο Βαλσαμώνας δεν χωράει καμία δυνητική ερμηνεία, αφού οφείλω σημαίνει: 1) χρωστώ,    2) πρέπει να πληρώσω. Βλ. Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, H.G. Liddell & R. Scott, εκδόσεις Πελεκάνος, 2007)

·       ῾Ωσαύτως καὶ εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ μητροπολίτης, κατὰ τοῦ πατριάρχου τοιαῦτα τολμήσει, πάσης ἱερατείας ἀλλοτριούσθω. Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος, οὐ διὰ πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλὰ διὰ αἵρεσιν, ὑπὸ συνόδου, ἢ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς ὀρθόδοξοι.
(Ερμηνεία του ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου από τον Αριστηνό, Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β΄ σελ. 696)

·       ῞Απερ ὥρισαν οἱ τῆς συνόδου Πατέρες περὶ μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων, ταῦτα λέγουσι πλέον ἁρμόζειν καὶ περὶ πατριαρχῶν. Εἰ γάρ τις, φασὶ, μητροπολίτης, ἢ ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τολμήσει ἀποστῆναι τοῦ συγκοινωνεῖν τῶ πατριάρχη αὐτοῦ, καὶ ἀναφέρειν τὸ ὄνομα αὐτοῦ, πρὶν ἢ ἐμφανίση τῆ συνόδω κατὰ τοῦ πατριάρχου, καὶ πρὸ τοῦ ἐξετασθῆναι ταῦτα, καὶ κατακριθῆναι ἴσως αὐτὸν, ὁ τοιοῦτος, ὡς σχίσμα ποιήσας, πάσης ἱερατείας ἀλλότριος ἔσται παντελῶς. Εἴρηται δὲ τὸ, πάσης, ἀντὶ τοῦ, οἱ μὲν ἀρχιερεῖς, τῆς ἀρχιερατικῆς, οἱ δὲ ἱερεῖς, τῆς ἱερατικῆς· τὸ δὲ παντελῶς, ὅτι  οὐκ ἐπί τινα χρόνον εἰρχθήσονται τοῦ ἱερουργεῖν, εἶτα ἀποκαταστήσονται αὖθις εἰς τὴν οἰκείαν τιμήν· ἀλλὰ τελείως ἐκπεσοῦνται τῆς ἀξίας αὐτῶν, καὶ οὐδὲ τιμὴν ἕξουσι μόνην ἀρχιερεῦσι καὶ ἱερεῦσιν ἀνήκουσαν. Εἶτα ἐπάγουσιν, ὅτι ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται, τουτέστι, βεβαίως τετύπωται, (ἡ γὰρ σφραγὶς εἰς βεβαίωσίν ἐστι τῶν σφραγιζομένων καὶ φυλακήν· ὅτι καὶ τὰ φυλακῆς ἄξια σφραγίζονται ἵν’ εἶεν ἀνεπιβούλευτα) περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ τὴν ἕνωσιν διασπώντων τῆς ἐκκλησίας, ὅτε δηλαδὴ πορνείαν ἴσως τῶ αἰτιωμένω προσάπτουσιν, ἢ ἱεροσυλίαν, ἢ ἐπὶ χρήμασι χειροθεσίαν, ἢ ἄλλα τοιαῦτα τινα. Εἰ δ’ ὁ πατριάρχης τυχόν, ἤ ὁ μητροπολίτης, ἤ ὁ ἐπίσκοπος αἱρετικός εἴη, καί τοιοῦτος, ὡς δημοσίᾳ κηρύττειν τήν αἵρεσιν, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντί τοῦ ἀνυποστόλως καί μετά παρρησίας, διδάσκει τά αἱρετικά δόγματα, οἱ ἀποσχίζοντες αὐτοῦ, ὁποῖοι ἄν εἶεν, οὐ μόνον κολάσεως ἄξιοι οὐκ ἔσονται διά τοῦτο, ἀλλά καί τιμῆς, ὡς ὀρθόδοξοι, ἀξιωθήσονται, χωρίζοντες ἑαυτούς τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας· τοῦτο γάρ δηλοῖ, τό, ἀποτειχίζοντες· (τό γάρ τεῖχος τῶν ἐντός αὐτοῦ πρός τούς ἐκτός χωρισμός ἐστιν)· οὐ γάρ ἐπισκόπου ἀπέστησαν, ἀλλά ψευδεπισκόπου καί ψευδοδιδασκάλου· οὐδέ σχίσμα κατά τῆς ἐκκλησίας ἐποίησαν, ἀλλά μᾶλλον σχισμάτων τήν ἐκκλησίαν ἀπήλλαξαν, ὅσον τό ἐπ’ αὐτοῖς.
(Ερμηνεία του ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου από τον Ιωάννη Ζωναρά, Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β΄ σελ. 693- 694)

(σ.σ.  Η παρούσα ερμηνεία του κανόνος από τον Ζωναρά κονιορτοποιεί την θεωρία του πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου περί Στρατηγών του αγώνος τους οποίους εμείς, οφείλουμε να ακολουθήσουμε στον στίβο της ομολογίας μόνο εάν και όποτε  θελήσουν αυτοί να κάνουν την αρχή. Σύμφωνα με την θεωρία του πατρός Επιφανίου, χωρίς στρατηγούς δεν μπορεί να υπάρξει αγώνας, μόνο αναμονή. Φυσικά, αυτή η θεωρία στερείται λογικής και ιστορικής τεκμηρίωσης. Ο Ζωναράς λέει ότι την ομολογία την κάνουν ὁποῖοι ἄν εἶεν, ενώ ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει: «Ὥστε ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν:Ἐγὼ τὶς εἰμι; Ἱερεύς; ἀλλά οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καὶ οὐδὲ οὕτως. Στρατιώτης; καὶ ποῦ; Γεωργός; καὶ οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο. Πένης, μόνον τὴν ἐφήμερον τροφὴν ποριζόμενος. Οὐδεὶς μοι λόγος  καὶ φροντὶς περὶ τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις; Βλ. P.G. 99, 1321A- B )

·       Ἐὰν Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακυρύττη δημοσία ἐπ’ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν’ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ Ἐπισκόπου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ’ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων Ἐπισκόπων, ἀλλ’ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῆ Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν Ἐκκλησίαν, ἐν ὅσω ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως.                                                                        
(Ερμηνεία ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ Συνόδου υπό του Κανονολόγου               Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας. Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μεθ’ ερμηνείας, ΙΙ, Novi Sad, σ. 290-291, μτφρ. εκ της Σερβικής υπό Ιερομ. – νυν επισκόπου- Ειρηναίου Μπούλοβιτς )

·       ῾Ημεῖς δὲ πᾶσα ἡ συναθροισθεῖσα ἐν τῶ τρικλίνω τῶ οὕτως ἐπιλεγομένω ᾿Αλεξιακῶ τῶν ἱερῶν Βλαχερνῶν θεία καὶ ἱερὰ σύνοδος χάριτι Χριστοῦ καὶ νῦν τῆς εὐσεβείας ὑπερμαχούντες, καὶ ἀκριβῆ καὶ προσήκουσαν τὴν περὶ τῶν προκειμένων σκέψιν καὶ ἐξέτασιν ποιησάμενοι, καὶ τοὺς πρώην ἐπὶ τούτοις συνοδικοὺς τόμους ὡς εὐσεβεστάτους ἐπικυροῦντες, μᾶλλον δὲ καὶ τούτοις ἑπόμενοι, τὸν μὲν Βαρλαὰμ ἐκεῖνον καὶ τὸν ᾿Ακίνδυνον, ὡς εἰς αὐτὰ τὰ καίρια τῆς εὐσεβείας ἐμπαροινήσαντας καὶ μηδαμῶς μεταμεληθέντας ἔτι περιόντας τῶ βίω, τῶ ἀπὸ Χριστοῦ ἀναθέματι δικαίως καθυποβάλλομεν. Τοὺς δὲ νῦν ἀναφανέντας καὶ συνοδικῶς ἐξελεχθέντας ἐκείνοις ὁμόφρονας, καὶ ἁπλῶς ὅσοι τῆς συμμορίας αὐτῶν, ἀποκηρύκτους τε καὶ ἀποβλήτους ἔχομεν τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, εἰ μὴ μεταμεληθεῖεν, καὶ τῶ ἀπὸ Χριστοῦ ἀναθέματι καθυποβάλλομεν, καὶ τοὺς κοινωνοῦντας τούτοις ἐν γνώσει ἀκοινωνήτους ἔχομεν, καὶ πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας τοὺς ἔχοντας ἀπογυμνοῦμεν. Τοὺς δ’ ὑπὸ τούτων συναρπαγέντας τε καὶ παρασυρέντας, καὶ μὴ τῶν ἐξάρχων τῆς αἱρέσεως ὄντας, ἀμεταμελήτους μὲν μένοντας, τοῖς ὁμοίοις καθυποβάλλομεν, μεταμεληθέντας δὲ γνησίως καὶ ἀναθεματίζοντας τὴν τε ταύτην κακοδοξίαν καὶ τοὺς εἰς τέλος ἐμμείναντας ταύτη, μὴ μόνον εἰς κοινωνίαν τὴν κατ’ εὐσέβειαν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἱερωσύνην ἀσμενέστατα προσιέμεθα, μηδαμῶς τούτους ὑποβιβάζοντες, κατὰ τὴν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις διάγνωσιν καὶ ἀπόφασιν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, διοριζομένης «ὅτι τοὺς μὲν πρωτάρχους καὶ προϊσταμένους καὶ τῆς δυσσεβείας ἐκδικητὰς οὐδὲ μεταμελουμένους ὅλως εἰς ἱερωσύνην παραδεχόμεθα, τοὺς δὲ βιασθέντας ἢ συναρπαγέντας τε καὶ παρασυρέντας, μεταμελομένους ἀληθῶς καὶ γνησίως, εἰς ἱερωσύνην κατὰ τὸν οἰκεῖον ἕκαστον βαθμὸν προσδεχόμεθα».
(51ος ῞Ορος της Εν Κων/λει 'Αγίας Συνόδου του 1351. Βλ. Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος Β΄, Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 270-271. Βλ. και Παναγιώτη Σημάτη, Η Αποτείχιση από τους Οικουμενιστές επείγουσα υπόθεση προβλεπόμενη από τους Αγίους Πατέρες, Αίγιο 2010, Υποσημείωση 31, όπου αναφέρεται ότι: Εφόσον ο κ. Βαρθολομαίος θεωρεί τον παπισμόν «αδελφήν Εκκλησίαν» και δίδει «κοινήν μαρτυρίαν πίστεως» με τον πάπαν, εις τα όμματα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ακοινώνητος. )



1ος ΑΙΩΝΑΣ

Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος
·       Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος. εἴ τις ἀρνεῖται τὸν σταυρὸν καὶ τὸ πάθος ἐπαισχύνεται, ἔστω σοι ὡς αὐτὸς ὁ ἀντικείμενος· κἂν ψωμίσῃ τὰ ὑπάρχοντα πτωχοῖς, κἂν ὄρη μεθιστᾷ, κἂν παραδῷ τὸ σῶμα εἰς καῦσιν, ἔστω σοι βδελυκτός. εἴ τις φαυλίζει τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας, οὓς ὁ Χριστὸς παρὼν ἐπλήρωσεν, ἔστω σοι ὡς ὁ ἀντίχριστος. εἴ τις ἄνθρωπον ψιλὸν λέγει τὸν κύριον, Ἰουδαῖός ἐστιν χριστοκτόνος.
(Τhesaurus Linguae Graecae [TLG], Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior) [Sp.] Epistle 10, chapter 2, section 1, line 1)



2ος ΑΙΩΝΑΣ

Άγιος Ειρηναίος
·       Καὶ εἰσὶν οἱ ἀκηκοότες  αὐτοῦ ὅτι Ἰωάννης ὁ τοῦ Κυρίου μαθητὴς ἐν τῇ Ἐφέσῳ πορευθεὶς λούσασθαι καὶ ἰδὼν ἔσω Κήρινθον ἐξήλατο τοῦ βαλανείου μὴ λουσάμενος, ἀλλ' ἐπειπών· »Φύγωμεν, μὴ καὶ τὸ βαλανεῖον συμπέσῃ, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ.» Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Πολύκαρπος Μαρκίωνί ποτε εἰς ὄψιν αὐτῷ ἐλθόντι καὶ φήσαντι· «Ἐπιγίνωσκε ἡμᾶς», ἀπεκρίθη· «Ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ.» Τοσαύτην οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτῶν ἔσχον εὐλάβειαν πρὸς τὸ μηδὲ μέχρι λόγου κοινωνεῖν τινι τῶν παραχαρασσόντων τὴν ἀλήθειαν, ὡς καὶ Παῦλος ἔφησεν· «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.»
(TLG, Irenaeus Theol., Adversus haereses (liber 3)(1447:002)“Irénée de Lyon. Contre les hérésies, livre 333 voo. 22pub Cerf”, Ed. Rousseau, A., Doutreleau, L.Paris: Cerf, 1974; Sources chrétiennes 211. Section 5, line 19-33)

·       Μηδὲ μέχρι λόγου κοινωνεῖν τινι τῶν παραχαρασσόντων τὴν άλήθειαν.
(P.G. 7, 854A)

·       Από το γεγονός και μόνο ότι έχουν την αποστολική διαδοχή δεν μπορούν να έχουν απαίτηση να ήμαστε οπαδοί τους. Πρέπει να ακολουθούμε τους καλούς και να χωριστούμε από τους κακούς διαδόχους των Αποστόλων.                
(Αγίου Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων, IV, κεφ. 26)



3ος ΑΙΩΝΑΣ

Άγιος Κυπριανός
·       Δέον ὅπως (είναι αναγκαίο να) ἀποσυρώμεθα μακρὰν καὶ ἀποφεύγωμεν αὐτοὺς διότι, πᾶς συνδεόμενος μετ’ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν ὁδὸν τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως, περιπλανᾶται μακρὰν τῆς ἀληθινῆς ὁδοῦ καὶ θὰ εὑρεθῇ καὶ αὐτὸς εἰς παρομοίαν ἐνοχήν.                                                 
(PG 48, 765)



4ος ΑΙΩΝΑΣ

Μέγας Αθανάσιος
·       Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, καὶ ἐν πίστει Θεοῦ ἱδρυμένοις, ἀγαπητοῖς καὶ ποθεινοτάτοις ἀδελφοῖς ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Εὐχαριστῶ μὲν τῷ Κυρίῳ, τῷ δόντι ὑμῖν εἰς αὐτὸν πιστεῦσαι, ἵνα μετὰ τῶν ἁγίων καὶ ὑμεῖς ἔχητε τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον· ἐπειδὴ δέ εἰσί τινες οἱ τὰ Ἀρείου φρονοῦντες, περιερχόμενοι τὰ μοναστήρια, δι' οὐδὲν ἄλλο εἰ μὴ ἵνα, ὡς πρὸς ὑμᾶς ἐλθόντες καὶ ἀφ' ἡμῶν ὑποστρέφοντες, τοὺς ἀκεραίους ἐξαπατῶσι· τινὲς δέ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, συγκαταβαίνοντες δὲ, καὶ μετ' αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό· ἀναγκαίως, παρακελευόντων τινῶν εἰλικρινεστάτων ἀδελφῶν, πρὸς ὑμᾶς γράφειν ἐσπούδασα, ἵνα τὴν εὐσεβῆ πίστιν, ἣν ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις ἐν ὑμῖν ἐργάζεται, ἀκεραίως καὶ ἀδόλως φυλάττοντες, οὐ μὴ πρόφασιν δῶτε σκανδάλου τοῖς ἀδελφοῖς. Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον. Ἵν' οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε, ἀγαπητοὶ, τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάττεσθαι· καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν. Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε. Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστι διατηρήσετε· κἀκεῖνοι βλέποντες ὑμᾶς ὠφεληθήσονται, φοβηθέντες μὴ ἄρα ὡς ἀσεβεῖς καὶ τὰ ἐκείνων φρονοῦντες νομισθῶσιν.
(TLG, Athanasius Theol., Epistula ad monachos (2035: 055); MPG 26.Volume 26, page 1185, line 41 – page 1188, line 30)

·       να μ μακρς λόγος γένηται, δι τοτο καλν ρκεσθναι τῇ θεί γραφῇκα πάντας ατῇ πεισθναι παραγγελούσ διά τε τς λλας αρέσεις κα μάλιστα δι ταύτην· στι δ ατς τ παράγγελμα τοτο· πόστητε, πόστητε, ξέλθετε κεθεν κα καθάρτου μ ψησθε, ξέλθετε κ μέσου ατν κα φορίσθητε ο φέροντες.
 (Μ. θανασίου, Το ατο πρς πανταχο μοναχος περ τν γεγενημένων παρ τν ρειανν π Κωνσταντίου)

·       Αφού ο Αρτέμιος ερεύνησε και δεν βρήκε τον Άγιο, είπε στη σύναξη των αδελφών:᾿᾿Ελάτε να προσευχηθείτε για μένα᾿᾿. Εκείνοι τότε του είπαν:᾿᾿Δεν μπορούμε, επειδή έχουμε εντολή από τον πατέρα μας να μη προσευχόμαστε με κανένα που είναι μαζί με τους Αρειανούς᾿᾿– διότι έβλεπαν ένα αρειανό επίσκοπο μαζί του. 
 (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 40,σελ. 185)

·       Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ και ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητὸν ἀλλὰ τὸν νοητὸν. Οῖον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οῖκον, ἤ μετ΄ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. 
(P.G. 35, 33) 

·       Ἐρώτ. ϟθʹ. Τί λέγει· «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;»
Ἀπόκ. Τοῦτο λέγει διὰ τοὺς πονηροὺς καὶ σκολιοὺς ἀνθρώπους. Ὅτι, ὥσπερ ἡ παλαιὰ ζύμη μικρὰ μὲν ἔστι, πολὺ δὲ ἄλευρον ποιεῖ ζυμωθῆναι· οὕτω καὶ ὁ κακοποιὸς ἄνθρωπος, τρέφων ἐν ἑαυτῷ τὴν κακίαν, μεταδίδωσι καὶ τοῖς ἄλλοις, καὶ γίνεται σκάνδαλον, καὶ καταβλάπτει πολλούς. Διὰ τοῦτο πάλιν λέγει· «Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέοι·» τουτέστιν· Ἐκδιώξατε τὸν πονηρὸν καὶ σκολιὸν ἐξ ὑμῶν, ἢ φύγετε ἀπ' αὐτοῦ· ἐπειδὴ πᾶσα κακία μολύνει τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Δαβὶδ, φεύγων τοὺς πονηροὺς, ἔλεγεν· «Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος, καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων.» Διὰ τί δὲ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδὴ πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· «Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψῃς.» Καὶ γὰρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετὰ σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε.
(TLG, Athanasius Theol., Quaestiones in scripturam sacram [Sp.] (2035: 080); MPG 28. Volume 28, page 757, line 5-24)

·       Εἶπεν Κύριος: «Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες. ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Ἐάν οὖν τινα ἴδης, ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μη πρόσχης, ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἐπισκόπου, διακόνου, ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι· εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος, ἐλεήμων, ἀγαπητικός, ἐν προσευχαῖς καρτερικός, ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ἅδην, νοσῶν χρήματα, καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν· οὐ γάρ ἐστι ποιμήν ἐπιστημονικός,ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δε οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖά ἐστι τῆ φύσει, τῆ γεύσει, τῆ πιότητι, πολλῶ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τους  Χριστεμπόρους, ὅτι, φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἀκάνθας παρακοῆς, καί τριβόλους ἀδικημάτων, καί δένδρα πονηρά. Ἐάν ἴδης συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν, καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ποῦς σου, ἵνα παραὐτοῦ διδαχθῆς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα. Οὔτε δέ λόγος σοφιστικός, σχῆμα ἐπιθετικόν εἰσάγουσιν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλά πίστις τελεία καί ἀπερίεργος μετά τῆς ἐναρέτου καί διαλαμπούσης προνοίας.
(Μ. Αθανασίου, Περί Ψευδοπροφητών, ΒΕΠΕΣ 33, 197)

·       Κάθε άνθρωπος που έχει την δυνατότητα να κρίνει, θα κολασθεί ακολουθώντας αμαθή και πλανεμένο ποιμένα που δέχεται ψευδή δοξασία ως αληθινή.
(Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 33, 214)

·       (σ.σ. Ο σχολιασμός της πηγής ανήκει στον π. Θεόδωρο Ζήση.)                           

Εἶχαν ξεσηκωθῆ οἱ μοναχοί τῆς Καππαδοκίας ἀκόμη καί ἐναντίον τοῦ Μ. Βασιλείου ἀντιδρῶντες, διότι πρός καιρόν καί γιά λόγους οἰκονομίας ἀπέφευγε νά ὀνομάσει τό Ἅγιον Πνεῦμα «ὁμοούσιον», προκειμένου νά προσελκύσει τούς μετριοπαθεῖς Πνευματομάχους. Ὁ Καππαδόκης πρεσβύτερος Παλλάδιος ἐνημέρωσε σχετικῶς τόν Μ. Ἀθανάσιο, ὥστε νά τούς συμβουλεύσει νά ὁμονοήσουν καί νά ὑπακούσουν στόν ἐπίσκοπο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ὄντως Μεγάλου ἀγωνιστοῦ καί προμάχου τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό τίς ἀπαντήσεις πατριαρχῶν, ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων τῆς σήμερον προς μοναχούς, ὅταν διαμαρτύρονται γιά παρεκκλίσεις ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Δεν τούς ἐπιπλήττει, γιατί ἐνδιαφέρονται γιά θέματα πίστεως, συνιστώντας τους νά περιορισθοῦν στά μοναστικά τους καθήκοντα, σάν νά ὑπάρχει ὑπέρτατο καθῆκον ἀπό τήν τήρηση τῆς πίστεως καί τήν ὑπεράσπισή της. Τούς συνιστᾶ νά ἐξακολουθήσουν νά ἔχουν ἐμπιστοσύνη καί νά κάνουν ὑπακοή στόν Βασίλειο, γιατί δέν ὑπάρχει κάτι ὕποπτο στήν στάση του. Ἄν ὑπῆρχε ὄντως κάτι ὕποπτο, τότε καλά κάνουν καί ἀνθίστανται, εἶναι δικαιολογημένη ἡ ἀντίσταση καί ἡ ἀνυπακοή τους.  Ὑπάρχει λοιπόν δικαιολογημένη ἀνυπακοή, ἁγία, θεία ἀνυπακοή, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Μακάρι νά μπορούσαμε νά διαπιστώσουμε καί σήμερα ὅτι ἁπλῶς οἰκονομοῦνται τά πράγματα μέ τούς αἰρετικούς…
…Γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Ἐπειδὴ δὲ καὶ περὶ τῶν μοναζόντων τῶν ἐν Καισαρείᾳ ἐδήλωσας· ἔμαθον δὲ παρὰ τοῦ ἀγαπητοῦ ἡμῶν Διανίου, ὡς λυπουμένων καὶ ἀνθισταμένων αὐτῶν τῷ ἀγαπητῷ ἡμῶν Βασιλείῳ τῷ ἐπισκόπῳ· σὲ μὲν ἀπεδεξάμην δηλώσαντα, αὐτοῖς δὲ τὰ πρέποντα δεδήλωκα· ἵν' ὡς τέκνα ὑπακούωσι πατρὶ, καὶ μὴ ἀντιλέγωσιν, οἷς αὐτὸς δοκιμάζει. Εἰ μὲν γὰρ ὕποπτος ἦν περὶ τὴν ἀλήθειαν, καλῶς ἐμάχοντο· εἰ δὲ τεθαῤῥήκασι, τεθαῤῥήκαμεν δὲ καὶ πάντες ἡμεῖς, ὡς καύχημα τῆς Ἐκκλησίας ἐστὶν, ἀγωνιζόμενος μᾶλλον ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ διδάσκων τοὺς δεομένους· οὐ χρὴ πρὸς τὸν τοιοῦτον μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἀποδέχεσθαι τὴν ἀγαθὴν αὐτοῦ συνείδησιν. Ἐξ ὧν γὰρ διηγήσατο ὁ ἀγαπητὸς Διάνιος, μάτην φαίνονται λυπούμενοι. Αὐτὸς μὲν γὰρ, ὡς τεθάῤῥηκα, τοῖς ἀσθενοῦσιν ἀσθενὴς γίνεται, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσῃ· οἱ δὲ ἀγαπητοὶ ἡμῶν, ἀποβλέποντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ, καὶ τὴν οἰκονομίαν, δοξαζέτωσαν τὸν Κύριον, τὸν δεδωκότα τῇ Καππαδοκίᾳ τοιοῦτον ἐπίσκοπον, οἷον καὶ ἑκάστη χώρα ἔχειν εὔχεται. Καὶ σὺ οὖν, ἀγαπητὲ, θέλησον αὐτοῖς δηλῶσαι, ἵνα, ὡς ἔγραψα, πεισθῶσι.   Τοῦτο γὰρ καὶ αὐτοὺς  συνίστησιν εὐγνώμονας πρὸς πατέρα· τοῦτο καὶ τὴν εἰρήνην ταῖς Ἐκκλησίαις διαφυλάξει. Ἐῤῥῶσθαί σε ἐν Κυρίῳ εὔχομαι, ἀγαπητὲ υἱέ».
   Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ἐπίσης στό κείμενο αὐτό τοῦ μεγάλου προμάχου καί ὑπερασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι δέν συνιστᾶ στούς μοναχούς νά ἀκολουθήσουν καί αὐτοί τήν στάση καί τήν γραμμή τοῦ Μ. Βασιλείου ἐγκαταλείποντες τήν ἀκρίβειαν, ἀλλά νά δεχθοῦν τά ἀγαθά κίνητρά του, «τήν ἀγαθήν αὐτοῦ συνείδησιν».  
(Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 27-29)



Μέγας Αντώνιος
·       Προσέξτε μόνο να μη μολύνετε τους εαυτούς σας με την εκκλησιαστική  κοινωνία των Αρειανών. Διότι η διδασκαλία τους δεν είναι των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και του πατρός τους διαβόλου. Ως τέτοια δε, είναι ακαρποφόρητη και παράλογη και προϊόν ανόητης διανοίας, όπως ακριβώς είναι η αλογία των ημιόνων.  (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, β΄ έκδοση- Ι.Μ. Αγίας Αναστασίας Ρωμαίας, Ρέθυμνο 2008, σελ. 36)

·       Να μιμήσθε τους Αγίους και να μη πλησιάζετε τους σχισματικούς Μελιτιανούς, επειδή γνωρίσατε την πονηρή και ανόσια προαίρεσή τους. Ούτε με τους Αρειανούς να έχετε καμία εκκλησιαστική κοινωνία, επειδή και η δική τους ασέβεια είναι φανερή σε όλους. Να μη ταράσσεσθε και αν ακόμη ιδήτε τους δικαστές να τους υπερασπίζονται, διότι η δύναμίς τους είναι δύναμις θνητών ανθρώπων και πρόσκαιρη, και σύντομα θα παύση να υπάρχη.
(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 36)

·         Να μην έχετε καμμία εκκλησιαστική κοινωνία με τους σχισματικούς ούτε καθόλου με τους αιρετικούς Αρειανούς. Άλλωστε, γνωρίζετε ότι  και εγώ τους απέφευγα εξ’ αιτίας της χριστομάχου και κακοδόξου αιρέσεώς τους.             
(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 36)

·         Στη βιογραφία του Μεγάλου Αντωνίου( που γράφτηκε από τον Μεγάλο Αθανάσιο)  διαβάζουμε: Και κατά την πίστην δε, ήταν λίαν θαυμαστός και ευσεβής. Διότι, ούτε προς τους σχισματικούς Μελετιανούς εκοινώνησεν ποτέ   - γνωρίζων αυτών την απαρχής πονηρίαν και αποστασίαν των- ούτε προς τους Μανιχαίους, η άλλους αιρετικούς ωμίλησε φιλικά …  θεωρών και διδάσκων την φιλίαν και ομιλίαν με αυτούς ως βλάβη και απώλεια ψυχής. Έτσι ακριβώς εσυχαίνετο και την αίρεσιν  των Αρειανών, και προέτρεπε πάντας  να μην προσεγγίζουν αυτούς,ούτε να μετέχουν της κακοδοξίας των.
(Θεοδώρητου Ιερομοναχού, Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήνα 1977, σελ. 26-27)



Μέγας Βασίλειος
·       Να απέχετε από την εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς, αφού γνωρίζετε ότι η αδιαφορία σε αυτά τα ζητήματα μας στερεί την παρρησία ενώπιον του Χριστού...
(Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, όπ., σ. 48)

·       Oἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦντες ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσιν, τοὺς τοιούτους , εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, άλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν.            
(Αρχιμανδίτου Χρυσοστόμου Σπύρου, Η Αποτείχισις μου, Σπέτσες 2008,
σελ. 16)

·       Καὶ γὰρ κἀκεῖνοι (σ.σ. οι ιατροί), ὅπερ ἂν εὕρωσι τῶν μελῶν ἀνιάτῳ πάθει προειλημμένον, ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν, τομαῖς καὶ καύσεσιν ἐξαιρεῖν εἰώθασιν. Ὅπερ καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ. Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεὶ, ᾗπερ ἐπὶ τῶν υἱῶν παρὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται. Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ, καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, μηκέτι μὲν γινομένου τοῦ γεγραμμένου·Διὰ τί οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; συμβαίνοντος δὲ ἐξ ἀνάγκης τοῦ ἐπιφερομένου, ὅτι Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶ τὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων·Ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσιν.
(TLG, Basilius Theol., Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae fusius tractatae), Volume 31, page 988, line  46)

·       Οἳ οὐδ' ἂν πρὸς ὥραν (σ.σ. ούτε καν μία ώρα) αὐτῶ ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντας αὐτοὺς περὶ τὴν πίστιν εὕρομεν.
(P.G. 32, 992-994)

·    

Συνέχεια : http://apotixisis.blogspot.ca/

Δεν υπάρχουν σχόλια: