Ο τυφλός και παράλυτος

Κάποτε ο διονυσιάτης μοναχός Άνθιμος επισκέφθηκε στο νοσοκομείο της μονής του ένα νεόκουρο μοναχό που είχε αρρωστήσει. Για να τον παρηγορήσει, του διηγήθηκε μια προσωπική του εμπειρία: 

" Έχε, αδελφέ μου, την ελπίδα σου στην Παναγία μας. Τη μεγάλη ιατρό και προστάτιδα των μοναχών. Άκουσε μια δική μου περιπέτεια, για να θαυμάσεις την κραταιά
Tης προστασία. 

Όταν ήμουν στην ηλικία σου, είκοσι πέντε χρονών και μάλιστα νεόκουρος, αρρώστησα βαριά. Είχα γίνει ένα πτώμα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν γνωρίζω τι αρρώστια ήταν, ρευματισμοί ή κάτι άλλο, πάντως ένοιωθα μεγάλη αδυναμία σε όλο το σώμα. Για να περπατήσω χρησιμοποιούσα δεκανίκια. Σαν να μην έφθανε αυτό, θάμπωσαν και τα μάτια μου και διέκρινα με δυσκολία μπροστά μου.
 

Ήρθαν δυο γιατροί και με εξέτασαν. Δεν μπόρεσαν όμως να με βοηθήσουν σε τίποτε.
Επί πλέον, όσο περνούσε ο καιρός, η κατάστασή μου χειροτέρευε. Μέρα-νύχτα έκλαιγα κι έλεγα: «Χριστέ μου, τι είναι αυτό που με βρήκε! Εγώ τάχα είμαι ο πιο αμαρτωλός; Νέο καλογεράκι να βρίσκομαι τυφλός και παράλυτος στο νοσοκομείο και να με υπηρετούν οι γέροι; Καλύτερα να πεθάνω! » 

Πολλοί αδελφοί μου συνιστούσαν να βγω στον κόσμο, να με δουν καλύτεροι γιατροί. Κάποιος όμως αδελφός, πολύ ευλαβής και σεβάσμιος , που με αγαπούσε ιδιαίτερα, με πλησιάζει και μου λέει:

- Άκουσε παιδί μου. Καθώς γνωρίζεις, έχουμε εδώ στο μοναστήρι μας μια παλιά και ιστορική εικόνα, μα προ πάντων θαυματουργή, την «Παναγία του Ακαθίστου». Είναι δώρο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γʼ Κομνηνού στον κτίτορα της μονής μας. Στην ασημένια της επένδυση και στο παμπάλαιο ξύλο σώζονται επιγραφές, που μαρτυρούν πως ήταν η εικόνα που περιέφερε ο πατριάρχης Σέργιος στα τείχη της Κων/πόλεως και απομάκρυνε τους Πέρσες και τους Αβάρους το 626. Και μπροστά στην ίδια εικόνα έψαλαν κατόπιν για πρώτη φορά τους "Χαιρετισμούς", ευχαριστώντας τη Θεοτόκο για τη σωτηρία τους. Η παράδοση αναφέρει πως είναι μία από τις εβδομήντα εικόνες του Ευαγγελιστή Λουκά. Πολλές φορές μάλιστα ανέβλυσε ευωδιαστό μύρο. Πήγαινε λοιπόν κι εσύ, γονάτισε μπροστά
Tης και παρακάλεσε με πίστη θερμή και δάκρυα, τώρα μάλιστα που πλησιάζει η γιορτή Tης. Κι εκείνη, σαν πονετική Μητέρα που είναι, θα ελεήσει κι εσένα τον ταλαίπωρο. 

Αυτά τα λόγια μου έδωσαν θάρρος. Τόνωσαν την πίστη μου και στράφηκα με όλη μου την ψυχή στην Παναγία, παρακαλώντας
Tη με θερμά δάκρυα. 

Όταν ήρθε η γιορτή
Tης, το πέμπτο Σάββατο της μεγάλης Τεσσαρακοστής, πήγα την παραμονή στην εκκλησία και αγρύπνησα. Προσευχήθηκα πολύ μπροστά στην εικόνα Tης. Εκεί ακριβώς, κουρασμένος καθώς ήμουν, με πήρε ο ύπνος. 

Και τότε, τι ήταν αυτό! Βλέπω την Παναγία στα ολόχρυσα ντυμένη, μέσα σε λαμπρότατο φως, να αστράφτει από λάμψη και δόξα. Στεκόταν δυο πήχες ψηλά από το έδαφος και με κοίταζε με ιλαρό βλέμμα. Άνοιξε ύστερα το μελίρρυτο στόμα
Tης και μου είπε: 

- Γιατί κλαις ,παιδί μου, Άνθιμε;
 

- Πώς να μην κλαίω, Παναγία μου; Δεν βλέπεις τα χάλια μου, πως κατάντησα;
 

-
Mην κλαις, αλλά επιμελήσου τη σωτηρία σου. 

Αυτά μου είπε, με ευλόγησε και ανελήφθη.
 

Αμέσως ξύπνησα. Τρίβω τα μάτια μου και βλέπω τα καντήλια αναμμένα. Κάνω κουράγιο να σηκωθώ και βλέπω πως περπατώ με ευκολία. Αμέσως κατάλαβα! Η Παναγία είχε κάνει το θαύμα
Tης και με είχε εντελώς θεραπεύσει. Ω, τι χαρά ένοιωσα! Πόσα δάκρυα ευχαριστίας έχυσα! Πόσους ύμνους έψαλα, δεν περιγράφεται! 

Σε λίγο άνοιξε ο εκκλησιαστικός τον ναό. Με είδε να περπατώ και δεν πίστευε στα μάτια του. Ένας- ένας με πλησίασαν όλοι οι πατέρες. Κι όταν με είδαν υγιή, δοξολόγησαν βαθιά από την ψυχή τους τον Κύριο και την πάναγνη Μητέρα
Tου για την άπειρή Tης αγάπη". 

Δεν υπάρχουν σχόλια: